- κρυσταλλοφόρος
- -α, -ογια τα στρώματα γης, αυτός που περιέχει κρυστάλλους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρυσταλλοφόρος — ο (Μ κρυσταλλοφόρος, ον) (για τη γη ή για γήινα στρώματα) αυτός που παράγει ή περιέχει κρυστάλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + φόρος (< φέρω)] … Dictionary of Greek
κρύσταλλος — ο, η (AM κρύσταλλος, ὁ) 1. κάθε στερεό υλικό τού οποίου τα άτομα είναι διατεταγμένα με καθορισμένο τρόπο και το οποίο παρουσιάζει κανονικότητα στην εξωτερική του επιφάνεια ως αντανάκλαση τής εσωτερικής του συμμετρίας 2. διαφανής και καθαρός πάγος … Dictionary of Greek
ԲԻՒՐՂԱԲԵՐ — ( ) NBH 1 491 Chronological Sequence: 10c ա. κρυσταλλοφόρος Ի բառէս Բիւրեղ՝ ըստ ՟Բ նշ. Որ բերէ յիւրմէ զբիւրեղս կամ զսառնատեսակ ապակիս: *Զարմանայր ընդ զանազան լերինս բիւրղաբերս. Պտմ. աղեքս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)